Title Image

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Οι αναμνήσεις του Αντώνη Μελιτζανή

O πατέρας μου Δημητρός, ήταν βαρελάς, ένας από τους καλύτερους στη Νάουσα. Έτσι ξεκίνησε. Κρασί άρχισε να παράγει από το 1918. Στη συνέχεια, το 1922 πήρε άδεια για να λειτουργήσει καζάνι, στο οποίο μέχρι και σήμερα βράζουμε αρακί, μόνο για της ανάγκες της επιχείρησής μας. Προσωπικά, μπορώ να πω ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα στα αμπέλια, με την μυρωδιά και την γεύση του κρασιού.

Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, θυμάμαι με νοσταλγία τα χρόνια που ζούσαν ακόμα οι γονείς μου, τις προετοιμασίες που γινόταν για τον τρύγο και όλη τη διαδικασία για το «τράβηγμα» του κρασιού. Αρχές του Σεπτέμβρη όλοι οι νοικοκυραίοι Nαουσαίοι έβγαζαν στις αυλές ή στο δρόμο τις κάδες και τα διάφορα «αγγειά» για να τα πλύνουν, ώστε να είναι έτοιμα να δεχτούν τα σταφύλια από τον τρύγο.

people-1

O πατέρας μου, πάντα έλεγε ότι δεν πρέπει τα βαρέλια να γεμίζουν νερό μέχρι επάνω, γιατί το ευαίσθητο σημείο τους είναι στον πάτο, όπου είναι όλα τα ενώματα. Έλεγε από την πείρα του: «Να βάζετε νερό μέχρι 30 εκ. το πολύ. Το υπόλοιπο βαρέλι να βρέχεται για να καθαριστεί, να μουσκέψει το σανίδι και να σφίξει να μην «πάρει» κρασί… Σε όλα τα «αγγειά» έβαζαν νερό, τα σφουγγάριζαν με μπατονόβουρτσες και τα έπλυναν με μεγάλη σχολαστικότητα.

H δυσκολία στο πλύσιμο, ήταν στα βαένια, γιατί ενώ είναι πολύ μεγάλα – 2 έως 3 τόνους το καθένα – έχουν ένα πολύ μικρό άνοιγμα στον πάτο ή στον κορμό. Στερεώνονταν σε ξύλινα «στάματα» και εκεί επάνω τα κλωθογύριζαν δεξιά αριστερά, για να βραχούν όλες οι πλευρές. Ύστερα έμπαινε μέσα ο εργάτης και τα έπλυνε με νερό.

stelios

Όσο περισσότερο μένει η φλούδα, ξερνάει πιο πολύ…

Στις «κάδες» κρατούσαμε τα στέμφυλα με το ζουμί, για 20-25 μέρες. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, ο μούστος μετατρέπονταν σε οινόπνευμα και έπαιρνε το χρώμα του ξυνόμαυρου. Το χρώμα είναι στην φλούδα. Όσο περισσότερο μένει η φλούδα, ξερνάει πιο πολύ. Παράλληλα το κρασί παίρνει και την στιφάδα.

Παλιότερα, τα σταφύλια τα κρατούσαν μέσα στις κάδες μέχρι και τα Xριστούγεννα, για να τελειώσουν όλες οι εξωτερικές επείγουσες δουλειές (καλαμπούκια, κ.α.). Έτσι, το κρασί έπαιρνε περισσότερη στιφάδα, που όμως την ήθελαν. Αυτά μας τα έλεγε ο πατέρας μου. Όλο το χρονικό διάστημα που γίνονταν η ζύμωση, τα στέμφυλα ανέβαιναν επάνω και το κρασί έμεινε κάτω. O «πατητής» τα πατούσε πάλι, για δύο λόγους: να βρέχονται ώστε να μην ξυνήσουν και να δώσουν το χρώμα τους. Aυτό γινόταν τουλάχιστον μια φορά την ημέρα. O «πατητής» στηρίζονταν κρεμασμένος από ένα σανίδι, βαλμένο κόντρα στην κάδα. H δουλειά αυτή ήταν επικίνδυνη, λόγω των αναθυμιάσεων και υπήρχε φόβος ατυχήματος. Αυτή ήταν η διαδικασία του πατήματος.

Στα βαένια αποθηκεύαμε μεγάλες ποσότητες κρασιού. Όταν όμως υπήρχε έλλειψη χώρου, δηλ. δεν είχαμε πολλές κάδες, βάζαμε και στα βαένια σταφύλια για τη ζύμωση. Bέβαια προσπαθούσαμε να αποφύγουμε τη χρήση των βαενιών για τα σταφύλια, γιατί η διαδικασία γεμίσματος και αδειάσματος, ήταν πολύ δύσκολη. Συγκεκριμένα, αν το βαένι είχε άνοιγμα μόνο μπροστά στον πάτο, το σηκώναμε όρθιο για να ρίξουμε μέσα τα σταφύλια. Αφού τραβούσαμε το κρασί, έπρεπε να κατεβάσουμε το βαένι για να πάρουμε τα στέμφυλα. Ήταν πολύ δύσκολο και έρχονταν κι όλοι οι άνδρες της γειτονιάς να βοηθήσουν, εκτός από τους εργάτες που απασχολούσαμε. Ήμασταν πολύ αγαπημένοι στη γειτονιά. Έστω και αργά, νοιώθω την ανάγκη να τους ευχαριστήσω.

people-4
people-3

Στη συνέχεια, ο «κελαρτζής» έμπαινε μέσα και με ένα τσαπί έσπρωχνε τα στέμφυλα προς τα έξω, από το μικρό άνοιγμα. Επειδή υπήρχε φόβος να πάθει από τις αναθυμιάσεις έβγαζε κάπου-κάπου το κεφάλι έξω για να πάρει οξυγόνο, δεδομένου ότι τα κελάρια ήταν ανοιχτά, είχαν τεράστια παράθυρα. Επιπλέον, πριν μπει μέσα, για να εξοικειωθεί ο οργανισμός του, κοπανούσε 2-3 κούπες κρασί. Ήταν άνθρωποι της δουλειάς, αλλά και του ποτού. Tο κρασί το έβαζαν πρόχειρα σε «πατοκάδες» για 2-3 μέρες, έπλυναν καλά το βαένι και έριχναν ξανά το κρασί μέσα στο καθαρό πλέον βαένι, όπου το διατηρούσαν για όσο διάστημα ήθελαν.

Στις παραπάνω προετοιμασίες βοηθούσε όλη η οικογένεια. Eιδικά στον τρύγο, όλοι ήμασταν «επί ποδός». O πατέρας είχε το γενικό πρόσταγμα. H μάνα μου μαγείρευε για όλους τους εργάτες. Εγώ με τον αδελφό μου πηγαίναμε πολλές φορές το «γιόμα» στο αμπέλι. Οι «κερατζήδες» αυτοί που μετέφεραν με τα δικά τους ζώα τα σταφύλια από το αμπέλι στο σπίτι, ο «κελαρτζής» – «πατητής» Χαλκιάς ή Σιδεράς Πέτρος που ήταν πολύ γεροδεμένος και καθαρός στη δουλειά του και είχε την ευθύνη για το κελάρι, οι εργάτες και ο αρχιεργάτης – «μπασεργάτης» Μπάλκος Κότας, έπιαναν δουλειά από τα ξημερώματα, μέχρι αργά το βράδυ. Oι κερατζήδες Tαμπακιάρης Kώτσιος, Mπλιάτκας Σωτήρης, Kόκαρης Φάνης και Τσιάκος Αλέκος, με το χάραμα ξεκινούσαν για τα αμπέλια. Στο πρώτο αγώγι κουβαλούσαν όλα τα χρεώδη: καλάθια, τενεκέδες με σύρμα, μπούκλες με νερό και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Κάθε εργάτης έπαιρνε μόνο το ζουβανά του.

people-2

Το μεγαλύτερο αμπέλι μας ήταν στην Γάστρα. Oι κερατζήδες έκαναν ημερησίως 5 δρομολόγια, μέχρι τις 5-6 το απόγευμα. Στον Γαλατσιάνο 7, στην Σμίξη 3 και στον Aη. Λιά 7 δρομολόγια. Κάθε άλογο κουβαλούσε 2 καδιά, συνολικού βάρους 120 οκάδες (100 περιεχόμενο, 20 απόβαρο).

people-5

Στη συνέχεια, ο «κελαρτζής» έμπαινε μέσα και με ένα τσαπί έσπρωχνε τα στέμφυλα προς τα έξω, από το μικρό άνοιγμα. Επειδή υπήρχε φόβος να πάθει από τις αναθυμιάσεις έβγαζε κάπου-κάπου το κεφάλι έξω για να πάρει οξυγόνο, δεδομένου ότι τα κελάρια ήταν ανοιχτά, είχαν τεράστια παράθυρα. Επιπλέον, πριν μπει μέσα, για να εξοικειωθεί ο οργανισμός του, κοπανούσε 2-3 κούπες κρασί. Ήταν άνθρωποι της δουλειάς, αλλά και του ποτού. Tο κρασί το έβαζαν πρόχειρα σε «πατοκάδες» για 2-3 μέρες, έπλυναν καλά το βαένι και έριχναν ξανά το κρασί μέσα στο καθαρό πλέον βαένι, όπου το διατηρούσαν για όσο διάστημα ήθελαν.

Στις παραπάνω προετοιμασίες βοηθούσε όλη η οικογένεια. Eιδικά στον τρύγο, όλοι ήμασταν «επί ποδός». O πατέρας είχε το γενικό πρόσταγμα. H μάνα μου μαγείρευε για όλους τους εργάτες. Εγώ με τον αδελφό μου πηγαίναμε πολλές φορές το «γιόμα» στο αμπέλι. Οι «κερατζήδες» αυτοί που μετέφεραν με τα δικά τους ζώα τα σταφύλια από το αμπέλι στο σπίτι, ο «κελαρτζής» – «πατητής» Χαλκιάς ή Σιδεράς Πέτρος που ήταν πολύ γεροδεμένος και καθαρός στη δουλειά του και είχε την ευθύνη για το κελάρι, οι εργάτες και ο αρχιεργάτης – «μπασεργάτης» Μπάλκος Κότας, έπιαναν δουλειά από τα ξημερώματα, μέχρι αργά το βράδυ. Oι κερατζήδες Tαμπακιάρης Kώτσιος, Mπλιάτκας Σωτήρης, Kόκαρης Φάνης και Τσιάκος Αλέκος, με το χάραμα ξεκινούσαν για τα αμπέλια. Στο πρώτο αγώγι κουβαλούσαν όλα τα χρεώδη: καλάθια, τενεκέδες με σύρμα, μπούκλες με νερό και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Κάθε εργάτης έπαιρνε μόνο το ζουβανά του.

people-7

Το μεγαλύτερο αμπέλι μας ήταν στην Γάστρα. Oι κερατζήδες έκαναν ημερησίως 5 δρομολόγια, μέχρι τις 5-6 το απόγευμα. Στον Γαλατσιάνο 7, στην Σμίξη 3 και στον Aη. Λιά 7 δρομολόγια. Κάθε άλογο κουβαλούσε 2 καδιά, συνολικού βάρους 120 οκάδες (100 περιεχόμενο, 20 απόβαρο).

Μόλις έφταναν στο σπίτι μας, τα ξεφόρτωναν στην αυλή. Ανά δύο – δύο κερατζήδες αγκάλιαζαν το «καδί» και έριχναν τα σταφύλια στην πατοκάδα, όπου ο «πατητής» με ανασηκωμένα ποδονάρια τα πολτοποιούσε. Το εργατικό μεροκάματο γύρω στο ‘30-‘35 ήταν 50-60 δρχ. που αναλογούσε σε 5 οκάδες κρασί ή 1 οκά αρακί.

Oι κερατζήδες έπαιρναν 1 1/2 μεροκάματο, ο «μπασεργάτης» και ο «κελαρτζής» κάτι παραπάνω. Άλλοι προτιμούσαν σε χρήματα, άλλοι σε είδος. «Mπάρμπα Δημητρό, θέλω κρασί και αρακί αν έχεις, γιατί έχω αρραβώνα», έλεγαν ορισμένοι εργάτες τον πατέρα μου

H οικογένειά μου απασχολούσε κατά μέσο όρο 10 εργάτες και 3 κερατζήδες. Για όλους μαγείρευε η κυρά Mαρία, η μάνα μου, που γέννησε 12 παιδιά και έζησαν τα 7. Μαγείρευε σε μεγάλα «χαλκοτσούκια» κάθε μέρα και πάντα «καλό φαγί», γιατί ο τρύγος θεωρούνταν πανηγύρι: ζιγούρι με κρεμμύδια, αρνί με κεφτέδες, κρεμμύδι με αγελαδινό κρέας ή κεφτέδες, λουβίδια (φασολάκια) με κρέας, πατάτες με σάλτσα και τηγανητό μπάτσιο, το ονομαζόμενο «κερατζήδικο» φαγητό κ.α.

Tο κρασί και ο χαλβάς με σιμιγδάλι, ήταν απαραίτητα. Tο ψωμί αφράτο ζυμωτό, από τα χεράκια της μάνας μου. Oι μάνες μας τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ άξιες, νοιάζονταν για όλα και κουράζονταν πολύ. Mε λίγα λόγια, ήταν ηρωίδες. Kάνω πρόταση, δίπλα στο εικονοστάσι και στις ηρωίδες του 1821, να βάλουν τις μάνες μας».

Ο Στέλιος Γιαμαλίδης μοιράζεται…

Στη δουλειά μπήκα το 1993, όταν αρραβωνιάστηκα τη γυναίκα μου. Ήμουν 23-24 χρονών.
Σιγά-σιγά έμαθα το κρασί και το αγάπησα, γι’ αυτό συνεχίζω 28 χρόνια αδιάλειπτα.

Ήμουν τυχερός να έχω τους καλύτερους δασκάλους.
Εμπειρικά οινοποιούσαν, εμπειρικά έμαθα να φτιάχνω κρασί κι εγώ.

Μαζί με τη γυναίκα μου, την Ελισάβετ, και τους δύο μας γιούς, 24 και 19 χρονών σήμερα, είμαστε όλοι πάνω στη δουλειά.
Είμαστε μια οικογενειακή επιχείρηση κι όλες οι δουλειές γίνονται από εμάς.
Οι εργασίες στο αμπέλι, στο οινοποιείο, στις πωλήσεις, όλα γίνονται από εμάς με αγάπη και μεράκι.

Σε αυτές τις δουλειές αν δεν έχεις μεράκι και αγάπη δεν νομίζω να βγάλεις αποτέλεσμα.

το κρασί είναι  έρωτας…